ἄτιμος

ἄτιμος
ἄτιμος, ον (s. ἀτιμία; Hom.+; Epict. 4, 6, 3; OGI 218, 103; 140; 338, 29; 527, 8; pap; LXX; TestJob 18:3; ἀτίμως 24:10; Philo; Jos., Ant. 4, 136, C. Ap. 2, 191; Just., Mel., P. 37, 256 al.)
pert. to being without honor or respect, dishonored, despised, of pers. in disrepute 1 Cor 4:10 (opp. ἔνδοξος ‘held highly’); 1 Cl 3:3 (opp. ἔντιμος as Synes., Ep. 79, 226d [comp.]; cp. Is 3:5); despised εἶδος 16:3 (Is 53:3); οὐκ ἄ. εἰ μή honored everywhere, except Mt 13:57; Mk 6:4.
pert. to being considered relatively unimportant, insignificant of things that do not elicit special admiration or attention, comp. held in less esteem μέλη 1 Cor 12:23 (of parts of the body also Aristot., Part. An. 3, 672b, 21 τὸ τιμιώτερον κ. ἀτιμότερον, ‘more esteemed … less esteemed’, a distinction made in terms of dependency, lower members being at the service of upper ones; Artem. 4, 25. On the subject-matter s. Heraclit. Sto. 19 p. 29, 3 ἡ κεφαλὴ ἐν τῷ σώματι τὴν κυριωτάτην εἰληχυῖα τάξιν=the head has the most distinguished position in the body; line 9 κυριώτατον μέρος. S. also εὐσχήμων 1). ἀτιμοτάτη ὑπηρεσία the lowliest service Dg 2:2.—DELG s.v. τιμή. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άτιμος — η, ο (AM ἄτιμος, ον) [τιμή] 1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος 2. επονείδιστος, αισχρός νεοελλ. 1. ατιμωτικός 2. μισητός, ελεεινός 3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα αρχ. μσν. (για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • άτιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει τιμή, ο ανυπόληπτος, ο ανήθικος: Ήταν άνθρωπος άτιμος, ικανός για όλα. 2. αυτός που φέρνει ατιμία, ντροπή: Στην περίπτωση εκείνη είχε δείξει άτιμη συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄτιμος — ἄτῑμος , ἄτιμος unhonoured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

  • ἀτιμότερον — ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured adverbial comp ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured masc acc comp sg ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀτιμοτάτας — ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc superl pl ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτάτων — ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured fem gen superl pl ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτέρα — ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc/acc comp dual ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτέραις — ἀτῑμοτέραις , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl ἀτῑμοτέρᾱͅς , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτέρας — ἀτῑμοτέρᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc comp pl ἀτῑμοτέρᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”